ιαπετικός

ιαπετικός
η , ό[ν] яфетический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ιαπετικός" в других словарях:

  • ιαπετικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιαπετό, μυθικό πρόγονο τού ανθρώπινου γένους, γιο τού Ουρανού και τής Γαίας και βασιλιά τών Τιτάνων 2. γλωσσ. φρ. «ιαπετικές γλώσσες» οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιαπετός + κατάλ. ικος. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ιαπετικός — ή, ό ινδοευρωπαϊκός: Ιαπετική φυλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ινδογερμανικός — ή, ό (όρος που χρησιμοποιείται από Γερμανούς επιστήμονες) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ινδογερμανούς, ινδοευρωπαϊκός, ιαπετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. indogermanisch. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δημ. Ι.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»